[1324] καπυρόω, trocknen, pass. ausdörren, vertrocknen; τοῦ μὴ κατὰ τὰς νεωλκίας καπυροῠσϑαι τὴν ὕλην μὴ νοτιζομένην Strab. IV, 195; καπυρωϑέντα ἱμάτια XI, 523.