[1350] κατ-αινέω (s. αἰνέω), zustimmen, Beifall geben, billigen; οὐ καταινέσαμεν ἀλλ' ἀπείπαμεν Her. 9, 7, 1; ταῦτα 9, 34; ἐπί τινι 3, 53; c. inf., καταινέουσι βασιλέα σφίσι εἶναι 1, 98; τινί Thuc. 4, 122; – bewilligen, versprechen, zusagen; καταίνησάν τε κοινὸν γάμον μῖξαι Pind. P. 4, 222; Aesch. Ch. 695; καταίνεσον μή ποτε προδώσειν τάςδε Soph. O. C. 1620; κατῄνεσεν τάδ' ὅρκιος δράσειν ξένῳ 1633; ὅτῳ παῖδα κατῄνεσας Eur. I. A. 695, wem du die Tochter zugesagt; Καιπίωνι τὴν ϑυγατέρα Plut. Pomp. 47; – ταγόν τινι, Einen zum Anführer erklären, Statil. Flacc. 9 (IX, 98).