[1352] κατα-κερματίζω, in kleine Theile zerlegen, zerhauen, zerstückeln; ἐὰν κατακερματίζῃς αὐτὴν κατὰ μόρια Plat. Meno 79 c; κατακεκερμάτισται ὡς οἷόν τε σμικρότατα Parm. 144 b, vgl. Rep. III, 395 b; öfter von der Rede bei Rhett.; vom Gelde, in kleinere Münzsorten umsetzen, ἀργύριον κατακεκερματισμένον Ar. bei Poll. 9, 88.