[1364] κατ-αμύσσω, att. -αμύττω, ritzen, aufritzen, ritzend verwunden; ἀμυχὰς μεγάλας καταμύξαντες Phryn. bei Ath. IV, 165 c; χρόα παιδός Theocr. 6, 14, in tmesi; – med., πρὸς χρυσῇ περόνῃ καταμύξατο χεῖρα, sie ritzte sich die Hand, Il. 5, 425; μέτωπον καὶ ῥῖνα καταμύσσονται Her. 4, 71; pass., καταμυχϑεὶς ὑπὸ κυνοςβάτητ τὴν κνήμην Ath. II, 70 d.