[1366] κατα-νίφω, herabschneien; κεἰ κριμνώδη κατανίφοι Ar. Nubb. 965; verschneien, zuschneien, κατένιψε χιόνι Ach. 138; Sp. übertr., ὄρνεα κατανίφει αὐτοὺς μετ' ᾠδῆς Luc. V. H. 2, 14, vgl. Lexiph. 15.
Meyers-1905: Nagy-Káta · Kata...
Pierer-1857: Kata [2] · Kata [1] · Kata Kana