[1374] καταῤ-ῥαίνω, besprengen, benetzen, Ath. X, 453 a u. a. Sp.; τῆς ϑαλάττης ἐλαίῳ καταῤῥαινομένης Plut. qu. nat. 12; τὸ ἔλαιον καταῤῥαινόμενον S. Emp. pyrrh. 1, 55.