[1377] κατα-σιδηρόω, mit Eisen versehen, beschlagen, κριοὺς κατασεσιδηρωμένους προςήρεισε τοῖς τείχεσι D. Sic. 13, 54.
Meyers-1905: Nagy-Káta · Kata...
Pierer-1857: Kata [2] · Kata [1] · Kata Kana