[1380] κατα-σπαράσσω, zerreißen, zerfleischen; Ar. Equ. 725; παρϑένον κατεσπαραγμένην τὴν ἐσϑῆτα καὶ κόμην Luc. Asin. 22.
Meyers-1905: Nagy-Káta · Kata...
Pierer-1857: Kata [2] · Kata [1] · Kata Kana