[1380] κατα-σπείρω, bestreuen, überstreuen; ἤδη καὶ λευκαί με κατασπείρουσιν ἔϑειραι Philodem. 14 (XI, 41); ausstreuen, verbreiten, εἰ μὴ κατεσπαρμένοι ἦσαν οἱ τοιοῦτοι λόγοι ἐν τοῖς πᾶσιν Plat. Legg. X, 891 b; πλούτῳ Ἑλλάδα D. Hal. de vi Dem. 29; – aussäen, Sp.; überte., erzeugen, τὸν κατασπείραντά σε, deinen Vater, Eur. Herc. Fur. 469; vgl. Plat. Tim. 91 e; bereiten, ὅσας ἀνίας μοι κατασπείρας φϑίνεις Soph. Ai. 984; Sp.