[1382] κατα-στηλῑτεύω, an einer Säule durch eine öffentliche Inschrift beschimpfen, brandmarken, τὰ ἐπὶ τῶν τοίχων γεγραμμένα ἐν τῷ Κεραμεικῷ ἀνάγνωϑι, ὅπου κατεστηλίτευται ὑμῶν τὰ ὀνόματα Luc. D. Meretr. 4, 2; Poll. 8, 73.
Meyers-1905: Nagy-Káta · Kata...
Pierer-1857: Kata [2] · Kata [1] · Kata Kana