[1382] κατα-στορέννῡμι (s. στορέννυμι), hinbreiten, überbreiten, bedecken; κώεα καστορνῦσα ϑρόνοις ἔνι δαιδαλέοισιν Od. 17, 32; Ἕκτορα λάεσσι κατεστόρεσαν, bedeckten ihn mit Steinen, Il. 24, 798; zu Boden strecken, ἐπιπεσόντες δὲ κατεστόρεσαν αὐτέων ἑξακοσίους, erlegten 600, Her. 9, 69, vgl. 8, 53; Xen. Cyr. 3, 3, 28; τὴν ϑάλατταν, das bewegte Meer glatt machen, ebnen, beruhigen, Sp.; übertr., ἀνωμαλίαν Plut. Lyc. et Num. 2, τὴν φιλοτιμίαν Lucull. 5, καὶ ἀναπαῦσαι τὴν πόλιν Nic. 9, u. öfter bei Sp. Vgl. καταστρώννυμι.