[1383] κατα-στρώννῡμι (s. στρώννυμι), = καταστορέννυμι, bes. Sp.; hinwerfen, niederschlagen, δάμαρτα καὶ παῖδ' ἑνὶ κατέστρωσεν βέλει Eur. Herc. Fur. 1000; τοῖσι Ἕλλησι κατέστρωντο οἱ βάρβαροι Her. 9, 76; πολλοὺς κατεστρώννυσαν Xen. Cyr. 3, 3, 64.
Meyers-1905: Nagy-Káta · Kata...
Pierer-1857: Kata [2] · Kata [1] · Kata Kana