[1390] κατα-φρύγω, zerreißen, VLL. καταξηραίνειν; vom Blitz, ὁ κεραυνὸς καταφρύγει βάλλων ἡμᾶς Ar. Nubb. 396; ausdörren, von der Fieberhitze, Medic.
Meyers-1905: Nagy-Káta · Kata...
Pierer-1857: Kata [2] · Kata [1] · Kata Kana