[1404] κατ-οπτεύω, ausspähen, ausforschen, beobachten; οὐράνιον χῶρον Arist. de mund. 1; D. Hal.; – belauschen, καὶ ὠτακουστεῖν Xen. Cyr. 8, 2, 10; – pass., μὴ κατοπτευϑῶ παρών Soph. Phil. 124; πρὸς ἐχϑρῶν του κατοπτευϑείς Ai. 829; in Prosa, κατωπτεῦσϑαι Pol. 3, 38, 11.