[1405] κατουρόω, mit günstigem Winde fahren, Pol. 1, 44, 3. 61, 7; pass., τὴν ναῦν πρύμνηϑεν ἀπὸ τοῦ ἀνέμου κατουρουμένην Luc. Lexiph. 15.