[1420] κεραμόω, mit Ziegeln decken; οἰκία κεραμουμένη Arist. phys. 7, 3; Sp., τὸ κεραμωτόν od. ἡ κεραμωτὴ στέγη, Ziegeldach, Pol. 28, 12, 3; Strab. XI, 499. – Auch von der testudo, Sp.