[1442] κιρνάω, u. κίρνημι, poet. = κεράννυμι, nur praes. u. impf.; bes. Wein mit Wasser mischen; μελίφρονα οἶνον ἐκίρνα Od. 7, 182, vgl. 10, 356. 13, 53; κίρνη οἶνον, er mischte Wein, 14, 78. 16, 52; κιρνὰς οἶνον 16, 14; – auch κρητῆρα κίρναμεν μελέων, Pind. I. 5, 3, wie κόμπον ἀοιδᾷ 4, 27; pass., κιρναμένα ἐέρσα N. 3, 75; κιρνάντες τὴν πόλιν Ar. frg. 555; κιρνᾷ κρητῆρα οἴ. νου Her. 4, 66; κιρνάναι Ath. X, 126 e u. ibd. κιρνᾶσϑαι; Sp., wie μαλάττειν καὶ κιρνᾶν τὸ τῆς φύσεως σκληρόν Pol. 4, 21, 3; τὰ κιρνάμενα ἐξ – S. Emp. pyrrh. 3, 57; ἐκίρνη App. Hithrid. 111; μελίπηκτα κιρνᾶν Luc. as. 46. Nach Moeris ist der imperat. κίρνη attisch, κίρνα hellenistisch.