[1463] κνισσάω, richtiger κνῑσάω, mit Fettdampf, Opferduft erfüllen; τίν' ἔχων φήμην ἀγαϑὴν ἥκεις, ἐφ' ὅτῳ κνισσῶμεν ἀγυιάς Ar. Equ. 1320, vgl. Av. 1233; χοροὺς ἱστάναι καὶ κνισσᾶν ἀγυιάς Dem. 21, 51; nachher im Orakel §. 52 κνισσᾶν βωμοῖσι; Eur. Alc. 1156 κνισσᾶν βωμούς; B. A. 268, 6 erkl. κνίσσαν πέμπειν καὶ λιπαρίαν ἀπὸ τῶν ϑυσιῶν εἰς τὰς ἀγυιάς; – κνισσᾶν περὶ τοὺς βωμούς Luc. Iov. trag. 22.