[1479] κόμψευμα, τό, artige, seine Rede; Arist. meteorl. [1479] 1, 13; σεμνῶν ὀνομάτων κομψεύμασι τοὺς ἀμαϑεῖς ποιμαινέτωσαν Luc. Amor. 54; auch a. Sp.