[1515] κρυπτεύω, = κρύπτω, verbergen; οἱ ϑεοὶ κρυπτεύουσι ποικίλως δαρὸν χρόνου πόδα Eur. Bacch. 886; sich verstecken, Xen. Cyr. 4, 5, 5; – im pass., οὔ τί που κρυπτεύομαι ἐκ βουλευμάτων Eur. Hel. 548, man stellt mir nach.