[1531] κυνηγεσία, ἡ, = Folgdm; ἐν ταῖς στρατείαις [1531] καὶ κυνηγεσίαις Plut. Alex. 40; ἐξῆγεν αὐτοὺς ἐπὶ κυνηγεσίᾳ D. L. 6, 31.