κωρυκίδιον

[1547] κωρυκίδιον, τό, dim. zu κώρυκος, nach Hesych. δερμάτινον κοίλωμα, ὃ οἱ τοξεύοντες τῷ εὐωνύμῳ πήχει περιτιϑέασιν.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 1547.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: