[6] λαθραῖος, auch 2 Endgn, heimlich, verstohlen, vor Jemand verborgen, δίκην ἄτης λαϑραίου, Aesch. Ag. 1203; τὰ δὲ λαϑραῖ' ὃς ἀσκεῖ μὴ πρέποντ' αὐτῷ κακά Soph. Trach. 383, öfter; λαϑραῖον ὠδῖνα, Eur. Ion 45; δόλοις λαϑραίοις, Ar. Ran. 1143 u. sp. D.; λαϑραία κύπρις, Euhul. bei Ath. XIII, 569 a; u. in Prosa, λαϑραῖον ϑάνατον ἐπιβουλεύειν τινί, Meuchelmord, Andoc. 4, 15; λαϑραιότερον γένος, Plat. Legg. VI, 781 a. – Häufiger noch im adv., οὐκ ἐξαίφνης ἀλλὰ λαϑραίως, Aesch. Prom. 1079; Eur. u. Folgde; ὡς μάλιστα δύνανται λαϑραιότατα Antiph. 1, 28. – Auch c. gen., λαϑραίως τῆς μητρός, ohne Wissen der Mutter, Alciphr. 3, 27.