[9] λάληθρος, ον, geschwätzig; ϑῆλυ γένος Ep. ad. 33 (XII, 136); κίσσα Lycophr. 1319; B. A. 50 erkl. λάλος καὶ διὰ τοῦ λαλεῖν κακουργῶν.