[19] λαφύκτης, ὁ, Schlemmer, eigtl. der gierig hinunterschlingt, Prasser, Ath. XI, 485 a, οἱ εἰς τὰς μέϑας καὶ τὰς ἀσωτίας πολλὰ ἀναλίσκοντες.