[23] λε-ηλατέω (λεία – ἐλαύνειν, ein λεηλάτης sein), erbeutetes Vieh wegtreiben, übh. Beute machen, theils absol., ἦ τὸν εἰςαεὶ λεηλατήσει χρόνον, Soph. Ai. 336; Eur. Rhes. 293; Xen. oft, ἐκ τῆς Μηδικῆς, Cyr. 1, 4, 17; – theils c. acc., plündern, τὸ πεδίον, Her. 2, 152, πόλιν, 5, 101; Sp., τὴν χώραν, Hdn. 3, 9, 6; mit ἀνδραποδίζομαι verbunden, Plut. Camill. 17, u. übertr., τῇ γαστρὶ λεηλατούμενος, de san. tu. p. 397.