[35] λευκό-στικτος, weiß gefleckt, δάμαλις, Aesch. Suppl. 350; λευκοστίκτῳ τριχὶ βαλιοὺς πώλους Eur. I. A. 221.
Pierer-1857: Leuko... · Leuk... u. Leuko...