[46] λιθο-τριβικός, ή, όν, zum Steinschleifen gehörig, ἡ λιϑοτριβική, sc. τέχνη, die Steinschleiferkunft, Lys. fr. 40; οἱ λιϑ. οἱ κοσμοῦντες τοὺς λίϑους πρὸς εὐπρέπειαν, B. A. 277.