[49] λίνεος, zsgzgn λινοῦς, ῆ, οῦν, aus Flachs gemacht, leinen; κιϑών, Her. 1, 195; εἵματα, 4, 74, ὅπλα, 7, 36, ϑώρηξ, 3, 47; ἱμάτιον, Plat. Crat. 389 b; ϑώραξ, Xen. Cyr. 6, 4, 2; Folgde.