[90] μαλθακίζω, = μαλακίζω; im praes., Aesch. Prom. 79, Ζεὺς τοῖς τοιούτοις οὐχὶ μαλϑακίζεται, 954; μαλϑακισϑείς, Eur. Med. 291; u. so auch in Prosa, schlaff, lässig werden, ἀποστησόμεϑα νῦν μαλϑακισϑέντες, Plat. Soph. 241 c; Phil. 51 d, vgl. Conv. 197 d; – μαλϑακιστέα, Ar. Nubh. 717.