[96] μαρμαρίζω, = μαρμαίρω, schimmern, glänzen; ἀκτῖνας ὄσσων μαρμαριζοίσας, Pind. frg. 88; πέτρα μαρμαρίζουσα, das marmorharte Gestein, D. Sic. 3, 12.