[98] μαστεύω (ΜΑΩ), = ματεύω, suchen, forschen, Hes. frg. 31; zu erlangen streben, wünschen, μάστευσε δοῦναι, Pind. P. 4, 35, τὰ ἐοικότα πὰρ δαιμόνων, P. 3, 59; Aesch. προφήτας, Ag, 1070; μαστεύων σε κιχάνω μόλις, Eur. Hel. 603; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 1353; Coluth. 45; – einzeln auch in Prosa, τὴν τροφήν, Xen. Oec. 5, 13, χώραν, An. 5, 6, 25 Ages. 1, 24; auch c. inf., ὁπόσοι μὲν μαστεύουσι ζῆν, An. 3, 1, 43 Cyr. 2, 2, 20. – Sp. auch im med.