[99] μάστις, ιος, ἡ, ion. = μάστιξ; davon dat. μάστῑ für μάστιϊ, Il. 23, 50, u. acc. μάστιν, ἐφ' ἵπποιϊν βάλεν, Od. 15, 182; einzeln bei ap. D., μάστιν πολυαστράγαλον Eryc. 2 (VI, 234).