[118] μελαμ-πᾱγής, ές, schwarz geronnen, schwarz und fest, αἷμα φοίνιον Aesch. Spt. 719, τρίβῳ τε καὶ προςβολαῖς πέλει δικαιωϑείς Ag. 381.
Pierer-1857: Melam