[120] μελανό-φυλλος, = μελάμφυλλος, schwarzblätterig, ἴων τε μελανόφυλλα συγκλῶσαι πτερά Chaerem. bei Ath. XIII, 608 c.
Pierer-1857: Melano-Polynesischer Archipel · Melano