[127] μέλος, τό, 1) das Glied des Leibes bei Menschen u. Thieren, nur im plur.; πλῆσϑεν δ' ἄρα οἱ μέλε' ἐντὸς ἀλκῆς καὶ σϑένεος Il. 17, 211, κατὰ δ' ἱδρὼς ἔῤῥεεν ἐκ μελέων Od. 18, 69, öfter, wie Hes.; κατὰ μέλεα, gliedweis, Glied für Glied, Her. 1, 119, wie τάμον κατὰ μέλη Pind. Ol. 1, 49; ψυχὰς ἀνέπνευσεν μελέων ἀφάτων N. 1, 47; κρεωκοποῦσι δυστήνων μέλη Aesch. Pers. 455; βοᾷ μελέων ἔνδοϑεν ἦτορ 953; λύεταί μου μέλη Eur. Hec. 438, ἀσϑενῶ μέλη Or. 228, γεραιὰ ἐς πέδον τιϑεῖσα μέλη Troad. 1305, öfter; Plat. vrbdt πάντα τὰ τοῦ ϑνητοῦ ζώου μέρη καὶ μέλη, Tim. 76 e, vgl. Legg. VII, 794 d; κάμπτεσϑαι τὰ μέλη Phaed. 98 d; Arist. u. Sp. Auch in späterer Prosa, wie Plut. Coriol. 6. – 2) das Lied (wenn es von derselben Wurzel herkommt, etwa weil es aus Versfüßen, Versen und Strophen gliederweise zusammengesetzt ist) und die Sangweise, Melodie desselben; H. h. 18, 16; Theogn. 759; Pind. öfter, αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος P. 12, 19, ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος N. 1, 7; auch ἐξύφαινε Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος πεφιλημένον, 4, 45, u. κρητῆρα Μοισαίων μελέων κιρνάμεν, I. 5, 2; ἔτευξα [127] τύμβῳ μέλος, Aesch. Spt. 817, öfter; ϑρεομένη μέλη, Suppl. 108; βοῶντος ἄτης τῆςδ' ἐπίσκοπον μέλος, Soph. Ai. 955, wie μέλος γοερόν, Trauergesang, Eur. Hec. 84; μέλος εἰς Τροίαν ἰαχήσω, Troad. 515; ὑμεῖς δὲ ταῖς Μούσαις τι μέλος ὑπᾴσατε, Ar. Ran. 873; Plat. sagt Rep. III, 398 d ὅτι τὸ μέλος ἐκ τριῶν ἐστι συγκείμενον, λόγου τε καὶ ἁρμονίας καὶ ῥυϑμοῦ, vgl. Gorg. 502 c, εἴ τις περιέλοιτο τῆς ποιήσεως πάσης τό τε μέλος καὶ τὸν ῥυϑμὸν καὶ τὸ μέτρον, wo es Melodie bedeutet; bes. von lyrischen Gedichten, vgl. ἐν μέλει ἤ τινι ἄλλῳ μέτρῳ, Rep. X, 607 d, öfter, ueben ᾠδή, II, 379 a stehen ἔπη, μέλη, τραγῳδία neben einander; ἐν μέλει φϑέγγεσϑαι, was melodisch klingt, passend, Soph. 227 d; Gegentheil παρὰ μέλος τι φϑέγγεσϑαι oder εἰπεῖν, was unmelodisch, falsch, abgeschmackt ist, Phil. 28 b Critia. 106 b.