μεταλλεία

[149] μεταλλεία, , das Aufsuchen des Wassers und besonders der Metalle unter der Erde durch Gruben, Stollen und Schachte, ὅσα ὑπὸ μεταλλείας ὀρυττόμενα, Plat. Critia. 114 e; τὸ πολὺ τοῦ ἀργύρου βαϑείαις καὶ κακοπάϑοις μεταλλείαις εὑρίσκεται, Ath. VI, 233 e. – Daher = Graben, συνάγοντες μεταλλείαις τὰ πηγαῖα ὕδατα, Plat. Legg. IV, 761 c; Mine, D. Sic. 16, 74; Ael. N. A. 16, 15.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 149.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: