[153] μεταῤ-ῥίπτω, umwerfen, verändern; Dem. vrbdt κινεῖ καὶ ἀναιρεῖ καὶ μεταῤῥίπτει, 25, 90; τοὺς Ἀχαιοὺς ἀπὸ τῆς Φιλίππου συμμαχίας πρὸς τὴν Ῥωμαίων, Pol. 17, 13, 8, öfter.
Pierer-1857: Metar