μετα-φέρω

[156] μετα-φέρω (s. φέρω), weg- u. anders wohin bringen; εἰ καὶ πάλιν γνώμην μετοίσεις, Soph. Phil. 950, von dem Abgeben der Stimmen, ψῆφον φέρειν, entlehnt; anders Eur. κέντρα πώλοις μεταφέρων, Phoen. 184; τὰς τριηραρχίας ἐκ τῶν ἀπόρων εἰς τοὺς εὐπόρους μετήνεγκα, Dem. 18, 108; εἰς τὴν αὑτῶν φωνὴν μετενηνοχότας, Plat. Critia. 113 a, in ihre Sprache übertragen habend; μετενηνεγμένον εἰς ποίησιν, Prot. 339 a; μετενεγκόντα τοὺς χρόνους, verwechseln, Dem. 18, 225; Sp., wie Pol. 9, 10, 4; μετενήνεκται ὑμῖν τὰ τῆς πόλεως δίκαια, Aesch. 3, 193, verkehren; bes. ein Wort in uneigentlicher, übertragener Bedeutung brauchen, μεταφέρων φαίη τις ἂν αὐτὴν ἀργὴν εἶναι φιλίαν Arist. eth. 9, 5, Schol.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 156.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: