[162] μετρητός, gemessen, meßbar; πένϑος οὐ μ., Eur. Bacch. 1242; πάντα μετρητὰ πρὸς ἄλληλα, Plat. Legg. VII, 819 e. Ggstz ἄμετρος, 820 c; Sp.