μιαίνω

[181] μιαίνω, aor. ἐμίηνα, att. auch ἐμίανα, vgl. Lob. Phryn. p. 24, perf. μεμιαγκότι, Plut. Tib. Graech. 21, pass. μεμίασμαι u. μεμίαμμαι, Ios. 2, 8, 9; eig. die Oberfläche eines Körpers mit einer andern Farbe überziehen, bemalen, färben; ἐλέφαντα φοίνικι, Il. 4, 141; – gew. besudeln, beflecken; μιάνϑησαν κονίῃ, αἵματι, Il. 16, 295. 23, 732 u. öfter, μιάνϑην αἵματι μηροί; für μιανϑήτην, 4, [181] 146; so μιαίνων παρϑενοσφάγοισιν ῥεέϑροις πατρῴους χέρας, Aesch. Ag. 202, βορβόρῳ ὕδωρ λαμπρόν, Eum. 665; αἵματι μιανϑείς, Soph. O. C. 1376; βωμὸν φόνῳ, Eur. I. A. 1595; βωμοὺς αἵματι, Plat. Legg. VI, 782 c. – Uebertr., sittlich verunreinigen, beflecken; οὐκ ἐλεγχέεσσιν ἐμίαινε ἀγοράν, Pind. N. 3, 16; μιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης, befleckend, Aesch. Spt. 326; εὔφημον ἦμαρ κακαγγέλῳ γλώσσῃ, Ag. 623; μιαίνων τὴν δίκην, 1654; ϑεοὺς μιαίνειν οὔτις ἀνϑρώπων σϑένει, Soph. Ant. 1031; πόλιν, Eur. Phoen. 1057; κλέος πατρός, Mel. 1006; γῆς μεμιασμένης, Thuc. 2, 102; ὅςτις ἂν ἀγοράν τε καὶ τὰ ἄλλα ἱερὰ μιαίνῃ, Plat. Legg. IX, 868 a; τὸ ϑεῖον, Tim. 69 d; μεμιασμένη ψυχὴ καὶ ἀκάϑαρτος, Phaed. 81 b; Plut. u. a. Sp.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 181-182.
Lizenz:
Faksimiles:
181 | 182
Kategorien: