[186] μιλιάζω, nach Meilen abmessen; Πολύβιος (34, 11, 8) Ἰταλίαν μεμιλιάσϑαι φησί, Strab. 6, 3, 10, so accent, Bekker, Kramer μεμιλιᾶσϑαι, aber gegen μιλιάω spricht μιλιασμός.