[186] μῑμέομαι, nachahmen; H. h. Apoll. 136, Theogn. u. Folgde; μιμήσαιτο γόον, Pind. P. 12, 21; γλώσσης ἀϋτἡν Φωκίδος μιμουμένω, Aesch. Ch. 557; μιμοῦ τρόπους πατρὸς δικαίου, Eur. Hel. 946; τετράπουν μιμήσομαι λύκου κέλευϑον, Rhes. 211; τὴν Κύπριν μιμήσομαι πάντας τρόπους, Ar. Plut. 291; Her. braucht μεμιμημένος pass., 2, 78. 86; μιμούμενοι ἑτέρους, dem παράδειγμα μᾶλλον αὐτοὶ ὄντες τινί entgegengesetzt, Thuc. 2, 37; τὰς πράξεις, Isocr. 7, 38, Dem. u. A.; τὸν Πρωτέα, Plat. Euthyd. 288 b, öfter; auch μιμήσεις πονηρὰς μιμεῖσϑαι τοὺς πολεμίους, die Feinde im Schlechten nachahmen, Legg. IV, 705 c; perf. in aktivischer Bdtg, οὐ γὰρ γῆ γυναῖκα μεμίμηται Menex. 238 a, u. sonst; auch pass., τὰ πράγματα γράμμασι μεμιμημένα, Crat. 425 d (wie Ar. Lys. 159); so auch das praes., Rep. X, 604 e, u. μιμηϑέν, Legg. II, 668 b; τὸ μιμηϑησόμενον, Rep. X, 599 a. – Adj. verb. μιμητέος, Xen. Mem. 1, 7, 2. –[Nur Greg. Naz. hat ι auch kurz gebraucht.]