[188] μινύρομαι, = μινυρίζω; Aesch. Ag. 16; vgl. κινύρομαι; ἔνϑ' ἁ λιγεῖα μινύρεται ἀηδών, Soph. O. C. 677; μέλος, Ar. Bccl. 880.