[190] μισθ-αρνητικός, ή, όν, um Lohn dienend, ἡ μὲν ἰατρικὴ ὑγίειαν ποιεῖ, ἡ δὲ μισϑαρνητικὴ μισϑόν, Plat. Rep. I, 346 d u. A.