μνῆμα

[194] μνῆμα, τό, das Denkmal, Andenken, wobei man sich Jemandes erinnert; δῶρόν τοι ἐγὼτοῦτο δίδωμι, μνῆμ' Ἑλένης χειρῶν, Od. 15, 126; μνῆμα ξείνοιο φίλοιο κέσκετ' ἐνὶ μεγάροισιν, 21, 40, vgl. Il. 23, 619; μνᾶμα κάλλιστον ἄϑλων, Pind. Ol. 3, 16; auch Νικοκλέος μνᾶμακελαδῆσαι, I. 7, 63, sein Andenken preisen; τῆς σῆς πορείας μνῆμα τοῖς πᾶσιν βροτοῖς, Aesch. Prom. 843; Soph. Ai. 1189; ποῦ ϑήσεις μνῆμα, Eur. Suppl. 937; ἀμφὶ μνῆμ' Ἀχιλλείου τάφου, Troad. 39, u. so öfter vom Grabdenkmal, wie auch in Prosa, Her. 7, 228, Plat. Menex. 242 c, περὶ τὰ μνήματά τε καὶ τοὺς τάφους κυλινδουμένη, Phaed. 81 c, öfter; Is. 6, 51. 64; Xen. Cyr. 7, 3, 11; Dem. öfter u. Sp. – Theogn. 112 μνῆμά τινος ἔχειν = μνείαν.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 194.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: