[198] μοιρίδιος, auch 2 End., durch das Schicksal verhängt, verhängnißvoll; ἆμαρ, Pind. P. 4, 255, öfter; auch μοιρίδιον ἦν, P. 1, 55; μοιριδία τίσις ἔρχεται, Soph. O. C. 228; δύνασις, die Schicksalsgewalt, Ant. 941; ἐν ταὐτῷ φέγγει μοιριδίῳ φϑιμένους, Eur. frg.; Sp., wie Plut.; μελέτη, Apollnds. 1 (IX, 25).