[202] μονό-γονος, u. p. μουνόγονος, allein, einzeln geboren, Opp. Hal. 3, 489, κούρη μουνογόνη. Vgl. μονογενής.
Brockhaus-1911: Móno
Meyers-1905: Mono... · Mono
Pierer-1857: Mono... · Mono