[207] μόριμος, ον, poet. = μόρσιμος, μόριμον δέ οἵ ἐστ' ἀλέασϑαι, Il. 20, 302; μόριμος υἱός, Pind. Ol. 2, 42, der vom Schicksal bestimmte Oedipus; μόριμον λάχος πιμπλάντων, Aesch. Ch. 356.