[210] μοτόν, τό, oder μοτός, ὁ, zerzupfte Leinwand, Charpie zum Füllen hohler Wunden; Plut. de virt. et vit. p. 312; Medic. Auch μότον betont, Hesych. μότα, τὰ πληροῦντα τὴν κοίλην τῶν τραυμάτων ῥάκη.